τράβαλα

τράβαλα
και ντράβαλα, τα, Ν
περιπέτειες, φασαρίες, μπλεξίματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. travaglio «πόνος, βάσανο, έγνοια»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τράβαλα — τράβαλα, τα και ντράβαλα, τα (λ. ιταλ.), φασαρίες, στενοχώριες, περιπέτειες: Έχω ντράβαλα με τον προϊστάμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντράβαλα — τα βλ. τράβαλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”