Dictionary of Greek. 2013.
τράβαλα — τράβαλα, τα και ντράβαλα, τα (λ. ιταλ.), φασαρίες, στενοχώριες, περιπέτειες: Έχω ντράβαλα με τον προϊστάμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντράβαλα — τα βλ. τράβαλα … Dictionary of Greek